κακοβάζω

κακοβάζω
κακοβάζω και κακοβάνω κακόβαλα, κακοβαλμένος
1. τοποθετώ κάτι σε κακή θέση: Τα έπιπλα του σαλονιού σου είναι κακοβαλμένα.
2. σχηματίζω υποψίες: Πάντα κακοβάζω, όταν δεν έρθεις στην ώρα σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακοβάζω — και κακοβάνω 1. τοποθετώ κάτι σε κακή θέση, αταίριαστα («κακοβαλμένο ρούχο») 2. βάζω κακό με τον νου μου, δυσπιστώ, υποπτεύομαι κάτι κακό («πάντα κακοβάζω, όταν αργείς να γυρίσεις σπίτι») …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοβάνω — βλ. κακοβάζω …   Dictionary of Greek

  • κακόβαλμα — το [κακοβάζω] υπόνοια, υποψία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”